Το χωριό Αρχάγγελος στη Ρόδο αποτελεί ένα προπύργιο παραδόσεων για το νησί, παρά το ότι σήμερα η Ρόδος έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό τουριστικά και προσελκύει ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά κι από το εξωτερικό. Σε αυτό το χωριό, λοιπόν, πέρα από άλλες τοπικές παραδόσεις, οι κάτοικοι μιλούν την Κυπριακή διάλεκτο, πιο αυθεντικά, ίσως, κι από εμάς, τους Κύπριους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Η Ροδιακή», αυτό συμβαίνει επειδή οι πλείστοι κάτοικοι του χωριού κατάγονται από την Κύπρο. Φυσικά, μετέφεραν μαζί τους ήθη και έθιμα του νησιού μας, και βέβαια την κυπριακή διάλεκτο. Μάλιστα, αναφέρει η εφημερίδα, χρησιμοποιούν την βαριά Παφίτικη προφορά, καθώς όπως φαίνεται, οι πλείστοι είναι μέτοικοι από την Πάφο.
Η διάλεκτος στον Αρχάγγελο, ονμάζεται «Αρχαγγελίτικα», αλλά είναι πολύ εύκολο για έναν Κύπριο να μιλήσει άνετα με τους κάτοικους του χωριού, αφού πρόκειται για την ίδια ακριβώς διάλεκτο. Πιο κάτω, δείτε μια ολάκερη λίστα με κυπριακές λέξεις που χρησιμοποιούνται στον Αρχάγγελο:
- αβανιά: συκοφαντία, κακολογία
- αξαμώννω: μετρώ διαστάσεις
- αρκάτζι: ρυάκι
- αντζιά: οικιακά σκεύη
- άγγρι το, αγκρίζω: δυσαρέσκεια, δυσαρεστώ
- άγκωνας: αγκώνας του χεριού
- αθέρα: λεπτό αιχμηρό ξυλαράκι
- ατζία: μυτερή άκρη ξύλου αλλά και ψωμιού
- αλλάβερσι: μακάρυ
- αξανάστραφα: ανάποδα
- άνηλιος: είδος σάυρας
- άκκι πέττι: τέλος πάντων
- βίλλα: αρσενικό μόριο, φαλλός
- βολά: φορά
- βαζάνι: μελιτζάνα
- βούρα: τρέξε
- βαβάτσινα: βατόμουρα
- γαλουλίζω: περπατώ γέρνοντας μια δεξιά και μια αριστερά
- γιαν: σαν
- γιαρράς: πληγή
- για λλόου μου: για μένα
- δακκαμακιά: δαγκωματιά - μπουκιά
- δαμάλι: νεογέννητο βόδι
- δακκώ: δαγκώνω
- δεμάτι : μεγάλη δέσμη σταχυών, χόρτων ή κλαδιών
- δουκάνα/η: εργαλείο για τ'αλώνια, μεγάλο βαρύ ξυλο με πέτρες και σίδερα για να αλέθει τα στάχυα
- δώμα: οροφή σπιτιού
- 'εν τον κάμνω ζάφτι: δεν μπορώ να τον ελέγξω, δεν τον κουμαντάρω
- έλα του νου σου: βάλε μυαλό
- εμάλλιασεν η γλώσσα μου: επανέλαβα πολλές φορές το ίδιο πράγμα χωρίς αποτέλεσμα
- ένα τσιγκρί (τσιμπί): πολύ λίγο
- εποκότησε, εποφκάρτη: κουράστηκε σωματικά
- ζέχνω: ζευγαρίζω, οργώνω
- ζοντάκρα: τανάλια
- ίλλα τζιαι καλά, ίλλα μου: σώνει και καλά
- καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
- καλαδέρκια: τα παιδιά που οι γονείς του ενός είναι νονοί του άλλου
- καννί: καλάμι
- καπνίζω: θυμιατίζω
- καμός: καημός
- καντούνι: γωνιά
- καπνιστήρι: το θυμιατό
- κκέλης: φαλακρός
- κορατζιάζω: διψώ υπερβολικά
- κάχρι: μίσος
- καρά(ο)λας: σαλιγκάρι
- καρτσί: απέναντι
- κάσκα: το κράνος
- καταλυώ: τελειώνω
- κόξα: μέση
- κιλίκι: κατάντια
- κερακκιά (τερατσιά): χαρουπιά
- κλουθώ: ακολουθώ
- κούννα: το κουκούτσι ενός καρπού
- κωλοσύρνω: τραβώ
- λακερντί: κουβέντα,συζήτηση
- λαμπάζω: φοβάμαι, υποφέρω πολύ
- λάς: ο λαός
- λαψάνα: χόρτο (βρούβα)
- λατσώνω τα ρούχα μου: γεμίζω με λάσπη τα ρούχα μου
- μιλλέττι: σόι
- μαρτί: αρνάκι εξημερωμένο που ακολουθεί αυτόν που το τρέφει
- μιτσίς: μικρός
- μιάλος-η-ο: μεγάλος-η-ο
- μίλλα: λίπος
- μουλλώνω: σιωπώ
- μούζη: καπνιά, μαυρίλα
- μάχουμαι: προσπαθώ, πειράζω
- μουσκοκαρκιά: γαρύφαλλο
- μισίνα: πετονιά
- ξανοίω: κοιτάζω με τρόπο τον άλλο για να βγάλει από το στόμα του κάτι που δεν θέλει να πει.
- ξεροτηάνηση: τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε μπόλικο λάδι
- ξεροτήανο: τηγανίτα
- ξεσκουλλώ: ξεσκεπάζω, σκίζω
- ξυλιάζω -εξύλιασα: πάγωσα από το κρύο (έγινα ξύλο)
- παστός: ο νυφικός θάλαμος στην Πάφο. Ονομάζεται μάνασσα στην υπόλοιπη Κύπρο
- πασπατεύκω: ψάχνω στα τυφλά
- πάντα (η): ή άκρη
- πατατούκα: το παλτό, η κάπα
- πατανία: κουβέρτα
- ράστιν: κατά σύμπτωση
- ρίφι: κατσικάκι
- ρότσα: πέτρα
- σαλαβατώ: μαστιγώνω, λέγω φράσεις που δεν γίνονται αντιληπτές
- σαλα(ω)νώ: σείωμαι, σαλεύω, μετακινούμαι συνέχεια
- σανία: ειδική ξύλινη σανίδα για τοποθέτηση ψωμιών πριν το φούρνο
- σινί: ταψί
- σφοτζελλώ: μουντζώνω
- τανώ: τεντώνω, απλώνω, τείνω χείρα βοήθειας
- τατάς: νονός
- ττέλι: το μεταλλικό σύρμα, καλώδιο
- τρουλλώνω: παραγεμίζω
- τσιαττώ: συναντώ κάποιον απρόσμενα. π.χ. ετσάτισσα πάνω του
- Τσιμ(ι)νιά: τζάκι
- φακούρα η: μεγάλο πανί με το οποίο περιτυλίγουν τα σπάργανα
- φακκώ: κτυπώ, τρακάρω
- χαβούζα: μεγάλη δεξαμενή
- χαζίρικα: αγαθά μη δουλεμένα, χωρίς μόχθο
- χωραΐτης: απο τη χώρα δηλ. την πόλη δηλ. από την Ρόδο ή Λευκωσία
- χαμνός: χαλαρός, νερουλός
- χάττιν: Αν έχεις χάττιν κάμε το. Μόνο με σουλτανικό διάταγμα μπορείς να το κάνεις
- χαττάς: δυστύχημα από απροσεξία
- χάσκω: χαζεύω
- χασκιάζω: κάμνω το άλλο να μείνει με ανοικτό το στόμα σαν αποκοιμισμένος
- χρουσόμηλο: βερύκοκο
- χτιτζιό: η φθήση. Χτιτζιάζω από τη ζήλα μου. Χτιτζιάρης: φθησικός
- ψατζιή: φαρμάκι, δηλητήριο
- ώρα καλή: κυπριακός χαιρετισμός